Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Chungking Express: Αστικός λυρισμός με ημερομηνία λήξης

Διαθέτει ίσως μια από τις πιο συγκλονιστικές εισαγωγές. Καθώς, υπό τους ήχους ενός καταιγιστικού soundtrack, η κάμερα ακολουθεί μια μυστηριώδη γυναίκα με μαύρα γυαλιά στους φτωχομαχαλάδες των μεταναστών του Χόνγκ Κόνγκ ακούγεται η φωνή του αφηγητή που ντύνει τη σκηνή: «Σκουντάμε τους ώμους μας με πολλούς ανθρώπους κάθε μέρα, δεν γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτούς, όμως κάποια στιγμή θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι ή ακόμα και εραστές μας». Ο Wuong Kar Wai φροντίζει να δώσει το στίγμα του αριστουργηματικού Chungking Express από την πρώτη στιγμή. Σε μια τερατώδη τσιμεντούπολη όπως η συγκεκριμένη, μπορούν όλοι δυνητικά να έρθουν σε επαφή, μόνο πρόσκαιρα όμως, καθώς η μοναξιά βασιλεύει…
Δύο διαφορετικές ιστορίες με συνδετικό αρμό μια καντίνα (Chungking express) όπου η πρώτη θα παραδώσει τη σκυτάλη στη δεύτερη, δύο αστυνομικοί (άραγε ποια ευρωπαϊκή σινεφίλ ταινία θα έδινε πρωταγωνιστική ιδιότητα στο συγκεκριμένο επάγγελμα) που ψάχνουν τον έρωτα σε μια συνθήκη που όλα- όπως θα παραδεχτεί ο ήρωας- έχουν ημερομηνία λήξης. Και δύο γυναίκες εκ διαμέτρου διαφορετικές μεταξύ τους που ωστόσο επωμίζονται ισοβαρώς τον αρχετυπικό ρόλο της μοιραίας.
Γυρισμένη στο μακρινό 1994 το Chungking express προπορεύεται της εποχής του όχι μόνο για τη σκηνοθετική του δεινότητα, την καινοφανή αισθητική του, τα αστραπιαία εναλλασσόμενα σεκάνς (επιστρέφουμε στην εισαγωγή), τους μινιμαλιστικούς διαλόγους αλλά κυρίως για το θέμα που αγγίζει και το υπαινικτικό παιχνίδι με το οποίο το προσεγγίζει πατώντας πάνω στο τρίπτυχο έρωτας-ματαίωση-μοναξιά.
Κάτι που φυσικά θα κυριαρχήσει και στις μεταγενέστερες ταινίες του. Όπως άλλωστε μας λέει και στο “In the mood for love”, το παρελθόν είναι κάτι που μπορείς να δεις αλλά ποτέ να το αγγίξεις…

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Battle Royale & Old Boy: Δύο ταινίες που έβαλαν στο χάρτη το ασιατικό Crime horror

Στην αυγή της νέας χιλιετίας το ασιατικό σινεμά θα αρχίσει να συζητείται με ένα εντυπωσιακό μπάσιμο στη διεθνή σκηνή, οι χώρες της Άπω Ανατολής με ρηξικέλευθους δημιουργούς, άρτια τεχνογνωσία και όπλο την πλούσια παράδοση αλλά και το σύγχρονο αστικό μοτίβο θα αναπτύξουν μια ανθηρή βιομηχανία που κατά καιρούς θα χαρίσει ουκ ολίγα διαμαντάκια. Δύο ωστόσο ταινίες θα αποτελέσουν ορόσημο όχι μόνο για την κινηματογραφία τους αλλά βάζοντας και τα θεμέλια μιας crime σχολής που βρίσκει μιμητές μέχρι τις μέρες μας.
Battle Royale: Βασισμένο σε μια σκοτεινή αποικιοκρατική πρακτική όπου ο δυνατότερος σκλάβος θα κέρδιζε και την ελευθερία του, μια σχολική τάξη μεταφέρεται σε ένα απομονωμένο νησί και υποβάλλεται σε ένα παιχνίδι αλληλοεξόντωσης μέχρι να μείνει μόνο ένας. Ο θεατής καθηλώνεται από την ωμή αλλά και καταιγιστική βία με τον αξεπέραστο Τακέσι Κιτάνο- στο ρόλο του γυμνασιάρχη- να κρατάει το ρυθμό και την κινηματογραφική ισορροπία. Σε μια Ιαπωνική κοινωνία που μαστίζεται από τον σχολικό και εργασιακό εκφοβισμό η ταινία δεν έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία αλλά αντιθέτως αφουγκράζεται τις παθογένειες και τις μεταφέρει σε μια ανατριχιαστική αλληγορία. Πάνω στο ίδιο καλούπι κοντά δυόμιση δεκαετίες αργότερα η γειτονική Νότια Κορέα θα δώσει το «Παιχνίδι του Καλαμαριού».
Old Boy: Ταινία θρύλος πλέον με σεμιναριακό και ακαδημαϊκό ενδιαφέρον πέρα από την προφανή κινηματογραφική αξία της. Σενάριο πραγματικά τραβηγμένο από τα μαλλιά που το σώζει η στυλιζαρισμένη κινηματογραφία και οι αριστουργηματικές ερμηνείες. Ένας άνθρωπος φυλακίζεται σε ένα δωμάτιο για δεκαπέντε χρόνια και βγαίνοντας ψάχνει να βρει τον υπαίτιο και να πάρει εκδίκηση. Με ένα soundtrack που ουσιαστικά κουμπώνει πάνω στην πλοκή, μια πανδαισία εικόνων και μοτίβων η ταινία δεν θα αποτελέσει μόνο σταθμό στο μέχρι πρότινος άγνωστο Νοτιοκορεάτικο σινεμά αλλά θα καθιερώσει και την αισθητική που θα το συνοδεύει συνδυάζοντας την ωμή βία με το λυρισμό.
Προφανώς την ίδια εποχή θα εμφανιστούν και άλλα δείγματα γραφής τοποθετώντας την Άπω Ανατολή στην κορυφή του κινηματογραφικού horror. Αξίζει να αναφέρουμε το Ring, το Audition, το Eye και πολλά άλλα. Αν και το Hollywood θα προσπαθήσει να αντιγράψει, συχνά με remake, τη συνταγή οι απόπειρες θα στερηθούν τόσο την αυθεντικότητα όσο και την ψυχή του πρωτότυπου…

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2025

Μια ολόκληρη γενιά αναγνωστών θα διαβάζει τις πίπες της Μπούρα και του Ψυχογιού…

Στην αποχαιρετιστήρια συναυλία τους στην Αμερική η τραγουδίστρια του Σκωτσέζικου συγκροτήματος Garbage προέβη, θέλοντας να υπογραμμίσει τον Μεσαίωνα της μουσικής βιομηχανίας, σε μια ανατριχιαστική δήλωση προς το κοινό της: «Θα είστε αυτοί που θα χάσετε μια ολόκληρη γενιά αυθεντικών, αιρετικών, περίεργων, ριψοκίνδυνων, ταλαντούχων μουσικών, θα σας σερβίρουν και θα τρώτε μόνο σκουπίδια».
Η δήλωση της αυτή δεν απέχει καθόλου από τα αντίστοιχα σκουπίδια που σερβίρονται στα καθ’ ημάς λογοτεχνικά δρώμενα, άλλωστε η υποβάθμιση της τέχνης σε εύπεπτα και προκάτ υποπροϊόντα είναι οικουμενική. Αυτό ωστόσο που ανέδειξε η Shirley Manson είναι πως το βάρος αυτής της συνθήκης δεν θα το επωμιστούν μόνο οι καλλιτέχνες που θα χαθούν, αλλά και το ίδιο το κοινό.
Για την προβατοποίηση των αναγνωστών έχουμε μιλήσει σε πολλά παλιότερα editorial μας, δεν είναι μόνο οι μανατζαραίοι, τα κατά συνθήκη άψυχα «στράκια» και προφανώς οι αστοιχείωτοι και μπετόστοκοι γόνοι που υποδύονται τους εκδότες. Είναι κυρίως μια συστημική πανώλη που τρέφεται από τις ίδιες τις παθογένειες της μεγαλώνοντας το απόστημα.
Και αν οι πραγματικά αξιόλογοι συγγραφείς δεν θα χάσουν ποτέ τη φλόγα της δημιουργίας τους κινούμενοι ανεξάρτητα από την επιβεβλημένη πνευματική Χιροσίμα, θα την χάσουν σίγουρα οι αναγνώστες ή αυτό που οι «επιμελητές» του κάθε εκδοτικού παραμάγαζου ορίζουν ως target group, ήτοι το αναγνωστικό κοινό. Η διαμαρτυρία της Manson ακούγεται σαν δυσοίωνη προφητεία, μόνο που δυστυχώς δεν απευθύνεται σε ευήκοα ώτα, αλλά μια γενιά που έχει προ πολλού συμβιβαστεί με τη μοίρα της…

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Πουστ(ΑΡΔ)ες: Τους περιφρονούμε, τους χρειαζόμαστε όμως;

Αποτελούν την τελευταία τρύπα της φλογέρας, το έσχατο σκαλοπάτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τους γυμνοσάλιαγκες του πολιτισμικού οικοσυστήματος, είναι ωστόσο απαραίτητοι στους «συγγραφίτσους» που θα πουλούσαν και το νεφρό της μάνας τους για ένα μονόστηλο (για «σαλόνια» βέβαια δεν το συζητάμε καν, εκεί θα πουλούσαν και ολόκληρη τη μάνα τους). Κατά πόσο όμως η συγκεκριμένη σκατόφαρα είναι απαραίτητη για συγγραφείς που πραγματικά θέλουν να διασώσουν την ακεραιότητα τους και κυρίως να μην προβούν σε καμία επιβεβλημένη από το εκδοτικό σκυλολόι έκπτωση; Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη…
Η αλήθεια είναι πως στην Ελλάδα σοβαρή και αμερόληπτη κριτική δεν υπάρχει. Οι «διθύραμβοι» πρώτα περνάνε από το λογιστήριο της εκάστοτε συστημικής κωλοφυλλάδας και ακολούθως φιλοτεχνούνται από τους επαγγελματίες σπεκουλαδόρους. Σε αυτό το νοσηρό πλαίσιο μοιράζονται βραβεία, χαλκεύονται λίστες ευπώλητων αλλά κυρίως χαλκεύονται συνειδήσεις για το τι είναι ποιοτικό και τι όχι…
Μπορούμε να μιλήσουμε για πολλές περιπτώσεις που γνωρίζουμε, όχι μόνο εμείς αλλά όλος ο ντουνιάς, που όχι μόνο αναδείχτηκαν αλλά επιβλήθηκαν από συγκεκριμένα κέντρα και εξακολουθούν να διατηρούνται στον αφρό ως τις μέρες μας (καθότι η διατήρηση είναι το παν). Αλησμόνητη άλλωστε η «βρώμικη» δουλειά που έκανε το «λογοτεχνικό» περιοδικό «Να ένα μήλο» ώστε όχι μόνο να μαζέψει όλες τις δουλικές μετριότητες αλλά και να τις πριμοδοτεί σε πείσμα της κοινής λογικής και κυρίως του αισθητικού κριτηρίου.
Για έναν συγγραφέα ωστόσο που πιστεύει στη δουλειά του και κλείνει τα αυτιά στις σειρήνες της φτηνής ματαιοδοξίας του όχι μόνο οι συγκεκριμένοι ρουφιάνοι του είναι αχρείαστοι αλλά προπάντων του είναι περιττοί. Από τον Χριστιανόπουλο μέχρι τον Μπουκόφσκι και από τους Μπίτνικς έως τους υπαρξιστές κανείς δεν είχε ποτέ την ανάγκη μιας αργυρώνητης πένας.
Οι προτεραιότητες και οι φιλοδοξίες ενός συγγραφέα περιορίζονται στα στοιχήματα που βάζει με τον εαυτό του και στην ευθύνη που παίρνει απέναντι στον αναγνώστη (και ουχί το αναγνωστικό κοινό) επομένως το να γίνει ανέκδοτο (και ουχί ανέκδοτος) δεν συγκαταλέγεται σε αυτές. Η πουστ(ΑΡΔ)α για κείνον βρίσκεται έξω από τον ορίζοντα του, το οπτικό του πεδίο και το ηθικό του πλέγμα…

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Η φαρσική συνθήκη των «Κρατικών Βραβείων»…

Στην παραπάνω φώτο βλέπετε τον Ηλία Μαγκλίνη. Ο Ηλίας δεν είναι αυτό που λέμε «πνευματικός ογκόλιθος», περισσότερο ανήκει στην κατηγορία του τσιμεντόλιθου. Δεν διαθέτει υφολογικό αποτύπωμα, αντιληπτικό υπόβαθρο, κριτική δεινότητα, λεξικολογική ευελιξία…είναι με λίγα λόγια κεφτές, μπιφτεκάς, μυρουδίας και γι αυτό το λόγο γράφει στη βυσματική Καθημερινή όπου καταπιάνεται με το λεγόμενο «πολιτισμικό ρεπορτάζ». Τα βιβλία του φυσικά- καθότι η αλανιάρα η Μπούρα και τα εκδοτικό σκυλολόι κάνει αμάν για τέτοιους διαπλεκόμενους λακέδες- είναι αντίστοιχα, είναι δηλαδή χυλός…
Ο Ηλίας, ως άλλος χλαπάτσας παίρνει κάθε χρόνο το «Κρατικό». Προσοχή, όχι το κρατικό σκατοψυχιάς ή πλύσης στους ενενήντα βαθμούς αλλά το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Στον ελεύθερο του χρόνο ξεπλένει τον παιδοβιαστή Λιγνάδη και γράφει ή προσποιείται πως γράφει αφού γνωρίζει έτσι κι αλλιώς πως έχει τα χαρτιά της σημαδεμένης τράπουλας στα χέρια. Η φαρσική συνθήκη των «Κρατικών Βραβείων» ωστόσο πέρα από τα ευτράπελα που μπορεί να χαρίσει έχει και πιο σοβαρές προεκτάσεις ακριβώς λόγω του τίτλου που φέρουν. Γιατί εδώ έχουμε θεσμική εκπροσώπηση του πολιτισμού ο οποίος βρίσκεται όμηρος στα χέρια πέντεξι τυχάρπαστων και αυτό δεν είναι μάλλον καθόλου αστείο…
Κάποτε ο βραβευμένος με την αντίστοιχη διάκριση Μιχαηλίδης είχε αναρωτηθεί τι ναρκωτικά έκαναν εκεί στην επιτροπή γνωρίζοντας και ο ίδιος πόσο κάκιστο ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο του αλλά- κυρίως- το χυδαίο παρασκήνιο. Ωστόσο επειδή είχε αρχίδια σαν καμπάνες έδωσε αργότερα τα λογοτεχνικά διαπιστευτήρια του μακριά από καρναβάλια και γκροτέσκες κλίκες.
Το θέμα ωστόσο της αδιαφάνειας (αλήθεια με τι κριτήρια επιλέγει η επιτροπή ανάμεσα σε τόσους χιλιάδες τίτλους και ποια είναι η σύσταση της;) παραμένει. Φυσικά σε ένα χώρο που το παράνομο χρήμα διακινείται με τριγωνικές αναθέσεις και οι πουστ(ΑΡΔ)ες χαρτζιλικώνονται αδρά για την διατήρηση του κάθε τενεκέ στο προσκήνιο το παράδοξο θα ήταν τα «Κρατικά» να είχαν κύρος. Μέχρι να αποκτήσουν θα απονέμονται σε Μαγκλίνηδες και μπιφτεκάδες…