Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Υπάρχει άραγε πιο σιχαμένος άνθρωπος στον πλανήτη γη;

Ανήκει στην γενιά του απόπατου που βρήκε καταφύγιο στην χωματερή της Athens Voice. Δεν έχει χιούμορ, δεν έχει ταλέντο, δεν έχει εμφάνιση (για να μιλήσουμε στη γλώσσα του), πρακτικά δεν έχει τίποτα. Είναι ένας από τους πολλούς "κύριους Τίποτα" που κυκλοφορούν στο μεγάλο χωριό που οι μόδες αλλάζουν σαν τα πουκάμισα και εκείνοι προσπαθούν απεγνωσμένα να εναρμονιστούν...
Συμπλεγματικοί, αμόρφωτοι, ακαλλιέργητοι και κυρίως θορυβώδεις. Δεν είναι καν χολερικοί, ένας χολερικός μπορεί να διαθέτει το λεγόμενο whit που λένε και στο χωριό μου, μπορεί να σφάξει με το βαμβάκι. Στην περίπτωση τους γνωρίζουν πως ένας κούφιος τενεκές κάνει περισσότερο θόρυβο από κάποιον γεμάτο, είναι αυτό το σούσουρο που επιδιώκουν για να προσελκύσουν την προσοχή. Τα αφεντικά τους φυσικά τους λατρεύουν, ποιος αυλικός δεν αγάπησε το γελοτοποιό του...
Ενδεικτικό πως τους ακούνε και τους διαβάζουν αντίστοιχοι ρουφιάνοι τύπου Θεοδωρόπουλου, τα σκατά με τα σκατά άλλωστε. Η "κριτική" τους εντούτοις είναι τόσο ρηχά αντιδραστική που θυμίζει υπερφυσικό μπέμπη απέναντι στις νουθεσίες της μαμάς του. Ουδεμία αντιληπτική ικανότητα, κανένας σοβαρός αντίλογος. Είσαι με την Παλαιστίνη γιατί σφαγιάζονται γυναικόπαιδα; Θα σε κοροιδέψω ως φρι πάλεστάιν χαϊβάνι. Είσαι με τα δίκια του εργάτη; Θα σε κοροιδέψω γιατί έχω λεφτά. Έχεις κιλά; Θα σε κοροιδέψω για να πάω κόντρα στην πολιτική ορθότητα... Γιατί πάω πάω κόντρα στην πολιτική ορθότητα; Για να φανώ επαναστάτης. Αν όλοι μιλούσαν για μπυροκοίλιδες και ήταν αποδεκτή η πλάκα εγώ θα το έπαιζα τιμητής της.
Δεν είναι κακό να είσαι αποτυχημένος, δεν είναι κακό να είσαι τενεκές ξεγάνωτος. Κακό είναι να το "πουλάς". Μπορείς απλά να πας σε ένα καφενείο τίγκα στο λουμπεναριό και να βρίζεις τους Εβραίους, τους πούστηδες, τις χοντρές. Αλλά ρε φίλε μην το πουλάς, κοίτα απλά τα μούτρα σου στον καθρέφτη, κοίτα τα και μετά μίλα...

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Το δεύτερο υπόγειο. (ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΩΤΗΡΕΛΛΟΣ)

Η πολυκατοικία-πόλη φιλοξενούσε τριάντα χιλιάδες κατοίκους. Οι όροφοι ήταν διανεμημένοι ταξικά, στο ρετιρέ διαβίωνε η άρχουσα τάξη, οι κυβερνήτες, οι επιχειρηματίες και οι μαφιόζοι. Όσο αυτοί κατέβαιναν τόσο μειωνόταν το εισόδημα μαζί με το κοινωνικό στάτους, εγώ έμενα κάπου στη μέση, πενήντα πόρτες μακριά από τον «Ψ» μου. Σε εκείνη τη συνεδρία μας, βλέποντας με στην κατάσταση που εμφανίστηκα η ερώτηση του ήταν εύλογη.
«Πάλι πήγες στο υπόγειο;»
«Ναι»
Του απάντησα.
«Αλλά στο δεύτερο».
Γούρλωσε τα μάτια του κοιτώντας με με απορία. Αν στο πρώτο υπόγειο υπήρχαν τα μπουρδέλα, οι κακόφημοι διάδρομοι και τα νταραβέρια το δεύτερο φιλοξενούσε ό,τι πλησιέστερο στην κόλαση. Τοξικομανείς τελευταίου σταδίου που εξέδιδαν τα κουφάρια τους, αρουραίοι, μπόχα και μολυσματικές ασθένειες. Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν είχε πατήσει ποτέ το κουμπί του θεόρατου ανελκυστήρα με σκοπό να βρεθεί στον συγκεκριμένο προορισμό (αν και η πρόσβαση ήταν ελεύθερη η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν αδιαπραγμάτευτα οριοθετημένη).
«Πλήρωσα για σεξ με ένα ζωντανό πτώμα, τα δόντια του έλειπαν, το βλέμμα του ήταν απλανές και η ομιλία του αργόσυρτη, το σώμα του αποστεωμένο, γεμάτο πληγές και εξογκώματα».
Όλα αυτά του τα είπα ανέκφραστα, χωρίς συγκινησιακή χροιά, απόλυτα πεπεισμένος για την αποκτήνωση μου. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα στήριξε στο τραπέζι.
«Γιατί το έκανες;»
«Αυτό είναι το πρόβλημα, ό,τι δεν έχω καμία εξήγηση. Σε κάθε λάθος της ζωής μου, σε κάθε στραβοτιμονιά, σε κάθε αυτοκαταστροφική παρόρμηση είχα πάντα μια εξήγηση να δώσω, αλλά τώρα δεν έχω καμία. Δεν έχω καμία»
Ύψωσα τον τόνο της φωνής μου όχι από απόγνωση αλλά σαν να προσπαθούσα να με ακούσω όσο πιο δυνατά μπορούσα. Να συνειδητοποιήσω πως αυτή η φωνή του κτήνους ήταν δική μου. Όμως δεν μίλαγε το κτήνος, μίλαγα εγώ, μίλαγα για το κτήνος μέσα μου.
«Πιστεύεις πως χρειάζεσαι αγωγή;»
«Χρειάζομαι να ξεριζώσω τον δαίμονα μέσα μου»
«Για να το κάνεις πρέπει να τον βρεις πρώτα»
«Μα γι’ αυτό δεν είμαι εδώ;»
«Το λάθος που κάνεις είναι πως αφήνεις τους άλλους να σε ορίζουν»
«Τότε τι μας ορίζει;»
«Τα τραύματα μας»
Γύρισα στο δωμάτιο των εικοσιπέντε τετραγωνικών και κοίταξα έξω την άνυδρη στέπα, μετά την πυρηνική καταστροφή ό,τι είχαμε καταφέρει να διασώσουμε ήταν τα τομάρια μας, η αυταρέσκεια μας, οι εγωισμοί και οι ουλές μας, μα τις τελευταίες δεν τις ψηλαφίζαμε ποτέ, συμβιώναμε σε ένα καθεστώς άρνησης όχι απέναντι στους άλλους μας μα τους ίδιους μας του εαυτούς. Άλλοι το’ ρίχναν στο ποτό, άλλοι κούμπωναν Ζάναξ και άλλοι φούνταραν από τα μπαλκόνια τους. Κοίταξα τη γάτα μου και μου ανταπέδωσε το βλέμμα ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα της. Προσπάθησα να αφουγκραστώ λίγη από τη σοφία της, κάτι από την απαλλαγμένη από νευρώσεις αγνότητα της, μια υποψία συναισθηματικής ανεξαρτησίας που όριζε την ατόφια ευδαιμονία της. Πήγα στο κουζινάκι άνοιξα την κονσέρβα της και την τάισα…