Πόσες φορές έχουμε σκεφτεί να τα παρατήσουμε αλήθεια;

Στην ταινία που πραγματεύεται τη ζωή του Ντε Σαντ υπάρχει μια συγκλονιστική σκηνή. Όταν ο Μαρκήσιος πεταμένος από τη μεσαιωνική λογοκρισία σε ένα μπουντρούμι κόβει τις φλέβες του και αρχίζει να γράφει πάνω στους τοίχους.
Με αυτή τη λογοκρισία έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι οι συγγραφείς που έχουν κάτι πραγματικό να δώσουν. Και επειδή οι καιροί έχουν αλλάξει από το μεσαίωνα (όπως άλλωστε και τα βασανιστήρια) η φίμωση έρχεται με άλλους τρόπους. Με τον πλήρη αποκλεισμό δηλαδή και την απαξίωση σε μια «κοινωνία του θεάματος» που λειτουργεί με πολύ συγκεκριμένα πλαίσια.
Απαξιωμένα «βραβεία» αποθεώνονται, εκδοτικοί νταβάδες χωρίς ιδέα για το βιβλίο λειτουργούν με όρους δούνε και λαβείν ενώ οι δημοσιογράφοι- ως η τελευταία τρύπα της φλογέρας- ακολουθούν το χορό που σέρνεται. Αρκεί να δει κανείς ένα μόνο δείγμα των «ανθρώπων του βιβλίου» για να καταλάβει με τι είδους γκροτέσκες καρικατούρες έχει να κάνει. Κωμικές παρουσιάσεις, σουαρέ με κουλουράκια βουτύρου και περισπούδαστο ύφος, η δηθενιά της κενότητας σε όλο της το μεγαλείο.
Κανένας αληθινός συγγραφέας δεν δέχεται να λειτουργήσει και να παράξει με αυτούς τους όρους. Η λογοτεχνική αξιοπρέπεια έχει πολύ συγκεκριμένα στεγανά για όλους εκείνους που σέβονται την τέχνη τους και φυσικά το δίλλημα που έρχεται είναι αμείλικτο. Να τα παρατήσω ή να εξακολουθήσω να κυνηγάω ανεμόμυλους. Εδώ η απάντηση είναι ξεκάθαρη.
Η γραφή είναι το οξυγόνο μας, ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, ακόμα και πεταμένοι σε ένα «μπουντρούμι απομόνωσης», δεν έχουμε άλλη επιλογή. Το οφείλουμε στον εαυτό μας.
Στον εαυτό μας και σε κανέναν άλλον…

Σχόλια