Η αισθητική του ροζ μονόκερου

«Δε θα βάλω εγώ το κεφάλι μου στον τορβά». «Δε θα χαλάσω εγώ τη ζαχαρένια μου». «Δεν πάνε να πνιγούν»; «Νομίζεις ότι με νοιάζουν αυτά τα κοπρόσκυλα»;
Η νεοελληνική γλώσσα έχει πλείστες όσες παρόμοιες στερεοτυπικές εκφράσεις που αφορούν –ποιον άλλον- τον συνάνθρωπό μας, τον… «συμπολίτη» μας. Κάποιος αγιορείτης ηγούμενος είχε πει κάποτε κάτι: ‘η μεγαλύτερη αίρεση της εποχής μας είναι –τον άκουσα προσωπικά ν’ αρθρώνει- ο αδιαφορισμός’. Η ειδησεογραφία των τελευταίων εβδομάδων μάλιστα μας έδωσε δείγματα από νέα βάθη αυτής της διαγωγής: 28χρονη κοπέλα μαχαιρώθηκε από τον μανιακό σύμβιό της, αφού ζήτησε βοήθεια εντός A.Τ. και δεν της δόθηκε, μπροστά ακριβώς από το φυλάκιο του Α.Τ. Αγίων Αναργύρων! Γενικά, οι άνθρωποι της αισθητικής και του είδους αυτού –διότι πρόκειται περί ξεχωριστού οπωσδήποτε είδους- έχουν την τάση να μην θέλουν να ακούνε τα υπαρκτά «δυσάρεστα». Τα παράπονα στο δήμαρχο! Είναι λίγο σαν τις παλιοκαιρίσιες εκείνες θειες που θέλαν να ακούνε απαλή μουσική όσο έπαιρναν το τσάι τους στην πίσω αυλή με το γρασίδι.
Όλα αυτά τα πράγματα έχουν το ανάλογό τους στη Λογοτεχνία και σ’ αυτούς που τη διακονούν επαγγελματικά. Ίσως τελικά δεν είναι πολύ μακριά ο Τσέτσερτον, όταν έγραφε για τη νέα τότε λογοτεχνική τάση, τη μυθοπλασία εγκλήματος: ότι η αναφορά ενός εγκλήματος σε ένα έργο χρεώνεται τελικά στον… ίδιο το συγγραφέα που το καταγράφει και συγκεντρώνει ο ίδιος τη μήνι που θα έπρεπε να συγκεντρώνει ο δράστης: «Μερικοί άνθρωποι φαίνεται να νομίζουν πως είναι το ίδιο ο αστυνομικός να στήνει μια παγίδα για τον εγκληματία με το να στήνει μια παγίδα για τον αναγνώστη και ο συγγραφέας μια αστυνομικής ιστορίας βλέπεται τόσο συνοφρυωμένα ως αν ο ίδιος να ήταν στο δρόμο για τη φυλακή». Αλλά και στα δικά μας: ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος έλεγε ότι είχε μεσολαβήσει το 1927 για το αριστούργημα του Καρυωτάκη («Ελεγεία και σάτιρες») σε κάποιον εκδότη, ωστόσο εκείνος ήθελε «το ποίημα να έχει και λίγο φύση, κάτι βουκολικό» και αποφάνθηκε ότι «αυτός ο δικός σου μου φαίνεται λίγο παλαβός».
Αυτό που είναι φοβερό είναι ότι ελάχιστα οι άνθρωποι αυτοί που δε θέλουν να ακούν τα «δυσάρεστα» που τυραννάνε το διπλανό τους (βία, φόνους, κακοποιήσεις, αδικίες, καταπιέσεις, κ.λπ., κ.λπ.) φαίνεται να έχουν κατανόηση του πόσο ακραίως σκληρά γεγονότα περιέχουν ορισμένα από τα εξ αντικειμένου κορυφαία κείμενα της ανθρωπότητας: μόνο η Καινή Διαθήκη, ας πούμε, εμπεριέχει σε πρώτο πλάνο συνωμοσίες, προδοσίες, μαστιγώσεις, ακραία χαιρεκακία, λιθοβολισμούς, σταυρώσεις… ανάποδες σταυρώσεις! Το ίδιο ισχύει με κορυφαία έργα της αρχαίας γραμματείας: τον Οιδίποδα Τύραννο, την Αντιγόνη, την Ιλιάδα… όπου 6 από τους θεούς ανταγωνίζονται τους άλλους 6, τρέφοντας τον αλληλοσκοτωμό… για την Ωραία Ελένη, η οποία ωστόσο δε βρίσκεται ποτέ από το Μενέλαο, που τελικά κατά άλλους συγγραφείς τη συναντά ως ιέρεια στην Αίγυπτο! Ή τον πολυμήχανο Δυσσέα που, όπως μας περιγράφει ο Σοφοκλής, μεταξύ των άλλων μηχανεύεται τρόπο να αφήσει το γενναίο πολεμιστή Φιλοκτήτη –που χωρίς αυτόν ήταν σύμφωνα με το χρησμό αδύνατη η πτώση της Τροίας- ανήμπορο σε μια σπηλιά σ’ ένα νησί επειδή, λόγω δαγκώματος από φίδι, το πόδι του ανέδιδε έντονη δυσοσμία! Τα πάντα καταλήγουν στο εξής: ο ροζ μονόκερος της λογοτεχνίας θέλει αναγνώσματα ανέμελα, επιφανειακά, χωρίς συναισθήματα βαθιά, χωρίς προβληματισμούς μεγάλους, μια κατανάλωση πρόσκαιρη, κατά το πρότυπο εν πολλοίς μιας κοινωνίας του θεάματος. Αναμφίβολα, υπάρχουν και πολλοί αναγνώστες που υπάγονται στο συγκεκριμένο τύπο. Το πιο προβληματικό πάντως αναμφισβήτητα είναι πως υπάρχουν και παρόμοιοι άνθρωποι του βιβλίου, άνθρωποι των εκδόσεων, που λύνουν και δένουν!
Να μην ξεχάσουμε όμως εδώ να αναφέρουμε και τους ίδιους τους ανθρώπους που γράφουν –τους «συγγραφείς»!- μυθοπλασία εγκλήματος ή τρόμου ή επιστημονικής φαντασίας. Οι άνθρωποι αυτοί, που κατάγονται θεματολογικά από τα αριστουργηματικά γραπτά ενός Έντγκαρ Άλλαν Πόε, μιας Μαίρη Σέλλεϋ, ενός Ουέλλς, θέλουν απελπισμένα να είναι «παραλογοτέχνες», στον αφρό των νέων τρεντς.
Με αυτόν τον τρόπο, επιπλέουν για λίγο, ενώ η καλή λογοτεχνία των ειδών αυτών αγνοείται, κάπου στον πυθμένα. Όσο για μας, ισχύει αυτό που έλεγε ο ραπ στίχος: «δεν τραγουδάω τραγουδάκια ανέμελα/θέλω να το δω να γκρεμίζεται συθέμελα».

Σχόλια